- στελεχώνω
- 1. μετ. укомплектовывать кадрами;2. αμετ. являться костяком (чего-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στελεχώνω — στελεχώνω, στελέχωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στελεχώνω — στελεχῶ, όω, ΝΑ [στέλεχος] νεοελλ. επανδρώνω οργάνωση, οργανισμό ή επιχείρηση με τα απαραίτητα για τη λειτουργία τους στελέχη αρχ. 1. σχηματίζω στέλεχος 2. οδηγώ σε πλήρη ανάπτυξη («οὐρανομήκεις ἀρετάς στελεχοῡν», Φίλ.) 3. παθ. στελεχοῡμαι, όομαι … Dictionary of Greek
στελεχώνω — στελέχωσα, στελεχώθηκα, στελεχωμένος, διορίζω τα στελέχη σε μια οργάνωση ή επιχείρηση: Στελέχωσε την επιχείρηση με εκλεκτούς ανθρώπους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στελέχωση — η, Ν [στελεχώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στελεχώνω 2. το σύνολο τών στελεχών μιας οργάνωσης, ενός οργανισμού, μιας επιχείρησης ή ενός κόμματος … Dictionary of Greek